- καθέδριος
- καθέδριος, -ον (Α) [καθέδρα]1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καθέδρα, σε κάθισμα2. ο ξαπλωμένος σε κάθισμα3. καθιστικός, αδρανής («καθέδριος βίος»)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθέδριονμικρό κάθισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθέδριος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθέδριον — of neut nom/voc/acc sg καθέδριος of masc/fem acc sg καθέδριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικουροκαθέδριος — οἰκουροκαθέδριος, ον (Μ) φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» μονήρης βίος, οικιακός βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»] … Dictionary of Greek
καθεδρίου — καθέδριον of neut gen sg καθέδριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεδρίων — καθέδριον of neut gen pl καθέδριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεδρίῳ — καθέδριον of neut dat sg καθέδριος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)